- επείσοδος
- ἐπείσοδος, η (AM) [είσοδος]μσν.επεισόδιοαρχ.προσέγγιση, προσέλευση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπείσοδος — coming in besides fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεισόδου — ἐπείσοδος coming in besides fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεισόδῳ — ἐπείσοδος coming in besides fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπείσοδον — ἐπείσοδος coming in besides fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεισόδιος — ἐπεισόδιος, ον (Α) [επείσοδος] 1. αυτός που προέρχεται απ έξω («σύμφυτον ἔχει τὴν τοῡ πάθους ἀρχὴν οὐκ ἐπεισόδιον») 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπεισόδιον βλ. επεισόδιο … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek